- παρακράτημα
- το, -ατος1. το μέρος του προϊόντος που κρατιέται για παρακαταθήκη.2. πληθ., παρακρατήματα τα δέντρα που αφήνονται κατά την υλοτομία για την αύξηση και δημιουργία ξυλείας μεγάλων διαστάσεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.